- έποπος
- ἔποπος, ὁ (Μ) [έποψ]έποψ, τσαλαπετεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔποπος — ἔποψ hoopoe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… … Dictionary of Greek
εποποί — ἐποποῑ (Α) [έποψ] κραυγή κατ’ απομίμηση τής φωνής τού έποπος, τού τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ποπίζω — Α κραυγάζω πόποπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόποπο* ή ποποποί, ονοματοποιημένη λ. που αναφέρεται στη φωνή τού πτηνού ἔποπος «τσαλαπετεινός»] … Dictionary of Greek